Οι Έλληνες κατά την Τουρκοκρατία οργάνωσαν τη ζωή τους σύμφωνα με τα έθιμα και τις ασχολίες τους. Ανάλογα με τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες, χώρισαν το χρόνο σε δύο περιόδους: τη θερινή περίοδο και τη χειμερινή περίοδο.
Η κτηνοτροφία μάλιστα δεν ήταν μόνο σπιτική και υπαίθρια αλλά και νομαδική.
Τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ήταν η αφορμή για να συναντιούνται, να γιορτάζουν αλλά και να αναπολούν τις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος.
Επίσης με ιδιαίτερο τρόπο γιόρταζαν και τους τοπικούς Αγίους τους, ενώ γάμοι και βαφτίσια ήταν γεγονότα που έδιναν την ευκαιρία στο λαό να χαρεί και αντίστοιχα σε κηδείες ή μνημόσυνα να λυπηθεί.
Στο ρυθμό των δημοτικών τραγουδιών, που τα συνόδευαν και λαϊκά όργανα, άνδρες και γυναίκες έσερναν το χορό.
Η συνεργασία και η αλληλοβοήθεια είχαν αναπτυχθεί ιδιαίτερα ανάμεσα στους Έλληνες. Ο φόβος του κατακτητή έφερε τους ραγιάδες τον έναν κοντά στον άλλο. Έτσι όλοι έτρεχαν να προσφέρουν τη βοήθειά τους όταν κάποιος τη χρειαζόταν.
Η διατήρηση των εθίμων και των παραδόσεων συντέλεσε στο να διατηρήσουν οι Έλληνες την πολιτισμική τους ταυτότητα.